ξεσκεπάζω — ξεσκεπάζω, ξεσκέπασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσκεπάζω — 1. βγάζω το σκέπασμα, αφαιρώ το κάλυμμα (α. «μην ξεσκεπάζεις το παιδί το βράδυ, γιατί θα κρυώσει» β. «ξεσκέπασε την κατσαρόλα να δεις αν έγινε το φαγητό») 2. (μέσ. και παθ.) ξεσκεπάζομαι α) βγάζω από πάνω μου τα σκεπάσματα, τη σκεπή, το κάλυμμα… … Dictionary of Greek
ξεσκεπάζω — ξεσκέπασα, ξεσκεπάστηκα, ξεσκεπασμένος 1. αφαιρώ, παίρνω το σκέπασμα ή τη σκεπή πράγματος: Ξεσκέπασα το παιδί, γιατί έχει ζέστη. 2. μτφ., αποκαλύπτω, φανερώνω: Ξεσκεπάστηκαν οι βρομιές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
List of pangrams — This is a list of pangrams which are sentences using every letter of the alphabet at least once.= Perfect pangrams in English (26 letters) = Without proper nouns or initialisms * Cwm fjord bank glyphs vext quiz. ( Carved symbols in a mountain… … Wikipedia
Панграмма — (c греч. «все буквы») или разнобуквица текст, использующий все или почти все буквы алфавита. Панграммы используются для демонстрации шрифтов, проверки передачи текста по линиям связи, тестирования печатающих устройств и т. п.… … Википедия
αναγυμνώ — ἀναγυμνῶ ( όω) (Α) απογυμνώνω, ξεσκεπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γυμνῶ] … Dictionary of Greek
αναδέρω — ἀναδέρω (Α) 1. γδέρνω, ξύνω, ξεφλουδίζω το δέρμα 2. απογυμνώνω, ξεσκεπάζω, εκθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δέρω] … Dictionary of Greek
ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον … Dictionary of Greek
αποσκεπάζω — (Μ ἀποσκεπάζω) 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. κατασκοπεύω, ανιχνεύω 4. σκεπάζω εντελώς νεοελλ. αποσιωπώ, συγκαλύπτω μσν. ( ομαι) (για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι … Dictionary of Greek
αποστεγάζω — (Α ἀποστεγάζω) αφαιρώ τη στέγη, ξεσκεπάζω νεοελλ. (νομ.) αφαιρώ το δικαίωμα στέγασης από κάποιον ή διατάζω την έξωσή του από στέγη που του έχει παραχωρηθεί αρχ. σκεπάζω, καλύπτω τελείως … Dictionary of Greek